- καταψυχεῖ
- καταψύχωcoolaor subj pass 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καταψύχει — καταψύ̱χει , καταψύχω cool pres ind mp 2nd sg καταψύ̱χει , καταψύχω cool pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταψύχω — (AM καταψύχω) ψύχω κάτι πολύ, παγώνω κάτι με έντονη ψύξη («ὕδωρ καταψύχει τὴν ξηρὰν ἀναθυμίασιν», Αριστοτ.) νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεψυγμένος, η, ο α) αυτός που έχει διατηρηθεί επί μακρό χρόνο σε καλή κατάσταση με τη μέθοδο τής… … Dictionary of Greek
καταψυχαύχην — καταψυχαύχην, ενος ὁ (Α) πάπ. αυτός που καταψύχει τον αυχένα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα ψύχω + αὐχήν] … Dictionary of Greek